δωδεκάφυλλος

δωδεκάφυλλος
δωδεκά-φυλλος, ον,
A with twelve petals,

ῥόδα δ. Thphr.HP6.6.4

.
II with twelve leaves,

κλάδος PMag.Berol.2.67

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάφυλλος — η, ο (AM δωδεκάφυλλος, ον) αυτός που έχει δώδεκα φύλλα ή πέταλα …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαφύλλῳ — δωδεκάφυλλος with twelve petals masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάφυλλα — δωδεκάφυλλος with twelve petals neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”